αναιματος

αναιματος
    ἀναίματος
    ἀν-αίμᾰτος
    2
    бескровный
    

(σκιά Aesch.; τροφαί Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναιματος" в других словарях:

  • ἀναίματος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίματος — η, ο (Α ἀναίματος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιματος < αἷμα] …   Dictionary of Greek

  • ἀναίματον — ἀναίματος masc/fem acc sg ἀναίματος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάτους — ἀναίματος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίματα — ἀναίματος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίματοι — ἀναίματος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναιμος — η, ο (ΑΜ ἄναιμος, ον) αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος αρχ. αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αιμος < αἷμα. ΠΑΡ. αναιμία αρχ. ἀναιμότης, ἀναιμωτί νεοελλ. αναιμικός. ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αναίμακτος — η, ο (ΑΜ ἀναίμακτος, ον) ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα (εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία «αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία αρχ. αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»